- πομφολυγηρόν
- πομφολυγηρόνa plaster containingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πομφολυγηρός — ά, όν, Α [πομφόλυξ, υγος] 1. αυτός που αναδίδει πομφόλυγες, φουσκάλες 2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πομφολυγηρόν είδος εμπλάστρου που περιέχει οξείδιο ψευδαργύρου … Dictionary of Greek